παρακάλυμμα

παρακάλυμμα
-ατος τό N 3 0-0-0-0-1=1 Wis 17,3
curtain, veil (metaph.)

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρακάλυμμα — anything hung up beside neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακάλυμμα — τὸ, Α [παρακαλύπτω] 1. καθετί που αναρτάται μπροστά ή δίπλα σε κάτι για να τό καλύπτει, παραπέτασμα 2. μτφ. α) οτιδήποτε έχει τη δύναμη να καλύπτει μια κατάσταση, συν. άσχημη («πλοῡτός ἐστι παρακάλυμμα τῶν κακῶν», Αντιφάν.) β) πρόφαση, πρόσχημα… …   Dictionary of Greek

  • παρακαλυμμάτων — παρακάλυμμα anything hung up beside neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακαλύμματα — παρακάλυμμα anything hung up beside neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακαλύμματι — παρακάλυμμα anything hung up beside neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακαλύμματος — παρακάλυμμα anything hung up beside neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασκέπασμα — ατος, τὸ, Α πλάγιο σκέπασμα, παρακάλυμμα, παραπέτασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σκέπασμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”